- ημιονικός
- -ή, -όν (Α ἡμιονικός, -ή, -όν) [ημίονος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ημίονο, κν. μουλαρήσιος (α. «ἡμιονικόν ζεῡγος», Ξεν.β. «ἡμιονικόν ἅρμα», πάπ.)2. αυτός που είναι κατάλληλος μόνο για τον ημίονο («ημιονική οδός» — δρόμος στενός, δύσβατος, βατός μόνο από μουλάρια).
Dictionary of Greek. 2013.